- ἀπάτωρ
- ἀπάτωρwithout fathermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απάτωρ — ἀπάτωρ ( ορος), ο (AM) [πατήρ] 1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα 2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος «αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος) 3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς… … Dictionary of Greek
ἁπάτωρ — ἀπάτωρ , ἀπάτωρ without father masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπάτωρ — ἀπάτωρ , ἀπάτωρ without father masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατόρων — ἀπάτωρ without father masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορα — ἀπάτωρ without father masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορας — ἀπάτωρ without father masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορες — ἀπάτωρ without father masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορι — ἀπάτωρ without father masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορος — ἀπάτωρ without father masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορ' — ἀπάτορα , ἀπάτωρ without father masc/fem acc sg ἀπάτορι , ἀπάτωρ without father masc/fem dat sg ἀπάτορε , ἀπάτωρ without father masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)